- τικ
- Aκανόνιστη κίνηση, που επαναλαμβάνεται δίχως σκοπό και στερεοτυπική, που διαφέρει από τον τρόμο, γιατί απουσιάζει ο ρυθμός. Είναι μια μορφή νεύρωσης καταναγκασμού. Το άτομο που πάσχει από αυτήν αισθάνεται την προτρεπτική ανάγκη εκτέλεσης μιας ορισμένης κίνησης· μπορεί να την αναβάλει, με μια έσχατη προσπάθεια της θέλησης, αλλά στο τέλος είναι αναγκασμένο να την εκτελέσει. Το ίδιο άτομο μπορεί να εμφανίζει διάφορες μορφές τ. Στις απλούστερες μορφές, αυτό αποτελεί την έκφραση νευρικών συνηθειών.
Στην παιδική ηλικία το τ. αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας κατάστασης υπερέντασης ή διέγερσης· συχνά συνδυάζεται με νυχτερινή ενούρηση, νυχτερινές φοβίες (πράγμα που αποτελεί απόδειξη κοινής ψυχογενούς παθογένεσης). Η ψυχική προέλευση είναι συχνά εμφανής σε νεαρά άτομα που παρουσιάζουν αλλοιώσεις της συγκινησιακής σφαίρας ή υποβάλλονται από τους γονείς ή το περιβάλλον τους σε υπερβολικές πιέσεις.
* * *το, Νάκλ.1. ιατρ. αφύσικη, απότομη, ταχεία, επαναλαμβανόμενη και αναγκαστική κίνηση τού προσώπου, τού λαιμού, τών άκρων, τής αναπνοής ή τής κατάποσης, η εμφάνιση τής οποίας οφείλεται κυρίως σε ψυχολογικά αίτια, ο μυόσπασμος2. φρ. «νόσος τών τικ»ιατρ. συνδυασμός τικ, ηχολαλίας και κοπρολαλίας, που αποδίδεται σε βλάβες τού ραβδωτού σώματος τού εγκεφάλου, αλλ. σύνδρομο Τουρέτ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tic, προϊόν ονοματοποιίας].
Dictionary of Greek. 2013.